Το έμαθα την ώρα που αφηγούμουν στη βοηθό μου - ένα αξιολάτρευτο αλλά και αθώο πλάσμα που επιμένει να πιστεύει στην άδολη καλοσύνη του κόσμου - αρχαίες ιστορίες από το Δημοτικό, τότε που μαζί με άλλα δύο τσογλάνια είχαμε επιχειρήσει να στουμπώσουμε τα οπίσθια μιας γάτας με δυναμιτάκια. «Τότε δεν είχαμε ίντερνετ», της εξήγησα, «τα πάντα έπρεπε να τα ανακαλύψεις από πρώτο χέρι, ακόμα και την ίδια την παντόφλα της μάνας σου». Προσπάθησε για μια στιγμή να αντισταθεί στη λογική μου υποστηρίζοντας ότι ακόμα και στη διαδικτυακή εποχή είναι αδύνατον να πληροφορηθείς από τρίτους τις καταστροφικές συνέπειες μιας πρωκτικής έκρηξης δυναμίτιδας, μα συνειδητοποίησε το μάταιο του εγχειρήματός της με το «όχι αν έχεις τα δικά μου bookmarks» που της εκτόξευσα. Της γύρισα την πλάτη με μια προσποιητή βιασύνη που άφηνε να υπονοηθεί ότι σε λίγο θα της παρουσίαζα στην οθόνη τερατουργήματα πέρα από κάθε της φαντασία, αν και το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω τη σελίδα του facebook. Είχε πάει 10 και ακόμα δεν είχα βρει χρόνο να ξεκατινιαστώ με κάποιον οπαδό της Ρεάλ για τον δεύτερο ημιτελικό του El Classico, ασχολία στην οποία εκείνη τη μέρα σκόπευα να επιδοθώ με ακόμη μεγαλύτερο σαδισμό, έχοντας ως δικλείδα ασφαλείας το δίμπαλο που τους είχε στάξει ο Μέσι στον πρώτο αγώνα.
Το πρώτο που πρόσεξα ήταν καμιά δεκαριά άτομα να έχουν αλλάξει την εικόνα του προφίλ τους, τέτοια συνωμοσία!, μια σειρά από μουτσούνες του Θανάση Βέγγου να μου κάνει γκριμάτσες κι εγώ να μη χαμογελάω ως συνήθως, γιατί την ένιωσα, αυτή τη θλίψη να μου πετά το αγκίστρι στο λαιμό, την ένιωσα. Αυτή τη θλίψη και μια απόκοσμη συναισθησία, να ακούω λόγια βλέποντας μια σειρά από φωτογραφίες, τα λόγια μιας είδησης που δεν είχα μάθει ακόμα, και τη βοηθό μου να επιμένει από το βάθος «και μετά; και μετά τι;» Και μετά πάτησα μηχανικά τη συντόμευση της Ελευθεροτυπίας, «Έφυγε ο Καλός μας Άνθρωπος» μου μετουσίωσε τα λόγια σε γραφή, και το χέρι έμεινε γαντζωμένο στο ποντίκι αδιάφορο να κινήσει τη ροδέλα, γιατί μετά δεν είχε τι. «Και μετά τι, τι απέγινε η γάτα;» επέμενε το τσιμπούρι που είχε πλησιάσει το αυτί μου σε απόσταση απαγορευτική για να αγνοηθεί. Γύρισα, το κοίταξα και το έκανα να βγάλει το σκασμό: «Ανατινάχτηκε».
Δεν ήταν η απάντηση που την έκανε να βγάλει το σκασμό. Δεν της ήταν δύσκολο να διακρίνει ότι η ειρωνεία ήταν τόσο παράταιρη με την όψη μου, που έπρεπε να αποτραβηχτεί και να με αφήσει σε ησυχία. Ξαναγύρισα στην οθόνη και τυλίχτηκα την ασφάλεια της μοναξιάς μου. Βούρκωσα. Έχουν φύγει τόσα γνωστά πρόσωπα από την εποχή που έκανα σκανδαλιές με γάτες που πάντα τη γλίτωναν την τελευταία στιγμή - ‘κωλόφαρδα’ είναι ο ειρωνικός χαρακτηρισμός που θα τους ταίριαζε γάντι. Πρόσωπα που είχαν γεμίσει ώρες και μέρες της ζωής μου, τις είχαν διανθίσει με τον τρόπο τον ανεξίτηλο που πλάθει προσωπικότητες, είχαν βάλει σκαλωσιές χτίζοντας και μπογιατίζοντας πολλά από αυτά που με κάνουν εμένα. Κι όμως ποτέ πριν ο πόνος δεν ένιωθε τόσο αληθινός. Ποτέ πριν δεν είχα βουρκώσει. Ποτέ πριν η απώλεια δεν φάνταζε τόσο δική μου. Ποτέ πριν δεν είχε αναμειχθεί με αυτή την αίσθηση πως κλέβουν κάτι που δικαιωματικά μου ανήκει, μια αίσθηση που μοιραία μετουσιώνεται σε οργή, που σε κάνει να αναθεματίζεις τον κλέφτη: «Ε, όχι ρε Θανάση! Απαράδεκτον! Απαράδεκτον για πράκτορες!»
Διάβασα τα αφιερώματα, όλα έγραφαν για το σπουδαίο του έργο, με λέξεις τόσο αληθινές σε περιεχόμενο μα και τόσο ψεύτικες μπροστά στην αλήθεια που ανάδιδαν οι άλλες λέξεις, οι απλές. Αυτές των φίλων και των γνωστών και των τυχάρπαστων ανώνυμων που ανάδιδαν ένα σοκ, μια αμηχανία, μια απώλεια ίσως τόσο έντονη όσο την ένιωθα κι εγώ, παντού τριγύρω. Α να χαθείτε Τουρκόγυφτοι εδώ μέσα, δεν σας προλαβαίνω, ξεχάσατε μονομιάς τα βάσανα, την κρίση, τις τρόικες και τα ποδόσφαιρα, τις μουσικές, τους τσακωμούς, τα λοιπά τα καθημερινά, και γίνατε από το πουθενά η πονεμένη παλλαϊκή συνείδηση. Κάτι που μόνο ένα γνήσιο συναίσθημα είναι ικανό να καταφέρει, μια γνήσια χαρά και ένα γνήσιο δάκρυ, που πηγαία μας τα ανάβλυζες ρε Θανάση και όχι κατ’ ανάγκη ξέχωρα. Με ένα «ας πιει όσο πιει και με το υπόλοιπο τον τρίβετε» με είχες δακρύσει απ’ τα γέλια, και να που πάλι δακρύζω χαμογελαστά όσο το ένα βιντεάκι διαδέχεται το άλλο στην οθόνη μου.
Και δεν είναι που δεν ξέρουμε από βέσπα, ούτε που χρόνια τώρα βαράμε στο γάμο του Καραγκιόζη και νιώθουμε όπως νιώθουμε. Δεν είναι οι ταινίες, τα γέλια, οι στιγμές. Είναι αυτό το «καλός μας άνθρωπος» που διαβάζεις παντού σαν μακροσκελέστατη αντωνυμία, στις επικεφαλίδες και στα κείμενα. Όχι το «καλός», όχι το «άνθρωπος». Αυτό το «μας» είναι που διαπρέπει. Καλά και ανθρώπινα προσωπεία φορούν μπόλικοι εκεί έξω -με ένα ζάπινγκ γεμίζεις εγκαύματα από την υπερέκθεση στις ακτινοβολίες καλοσυνάτης ανθρωπιάς. «Μας» δεν είναι όμως κανείς τους. Το «μας» ενός λαού που δεν θα απένειμε συναίνεση κοινοκτημοσύνης σε κανέναν κερατά, απονεμήθηκε σε έναν άνθρωπο που ήταν τύποις λιγότερο δικός μας από οποιονδήποτε. Δεν μας φόρτωσε εικονική οικειότητα περιφερόμενος από τηλεοπτικούς καναπέδες σε τραπέζια συνεντεύξεων, δεν μας έδειξε την κουζίνα του, δεν μας έβγαλε βόλτα το σκύλο του. Δεν προσπάθησε να μας επιβάλλει την παρουσία του. Γιατί όλα αυτά τα κάνουν άνθρωποι ξένοι, δεν τα κάνεις εσύ, ο θείος σου, ο κολλητός, η γκόμενά σου, οι απλοί άνθρωποι που σε περιτριγυρίζουν. Γι’ αυτό και έγινε δικός μας, γι’ αυτό και θα μείνει δικός μας στις αναμνήσεις μας. Αν ψάχνουν να διδαχτούν κάτι όλοι οι σύγχρονοι επιδειξιομανείς καρνάβαλοι, ας μείνουν μακριά από το έργο του. Αυτό δεν πρόκειται να το κατανοήσουν ποτέ, ήταν το αποτέλεσμα μιας πρωτοποριακής νοημοσύνης που δεν κατέχουν. Ας ξεκινήσουν εμπεδώνοντας ότι το γυαλί ανάμεσα στους δυο κόσμους χωρίζει, δεν μας φέρνει πιο κοντά. Δεν θα τους χρίσει ποτέ δικούς μας ανθρώπους.
Ο Θανάσης έμεινε μακριά από όλα αυτά. Και έτσι δεν επέτρεψε να γεράσουν ποτέ. Ούτε οι εικόνες των αναμνήσεών μας, ούτε η ψυχή του. Δεν τον κατέφαγε η γεροντική ανασφάλεια των παλιών ασπρόμαυρων συνοδοιπόρων του, που έσυραν αξιολύπητα τα παροπλισμένα τους σαρκία επί σκηνών. Δεν ένιωσε την ανάγκη να ξεζουμίσει την αίγλη μιας άλλης εποχής για να νιώσει ζωντανός, ρυπαίνοντας το όνομά του σε μαρκίζες Πασόκ, Νουδού και σάλτσα γιαουρτλού. Η αγάπη του κόσμου ήταν μια αγάπη πεζοδρομίου, αυτή η απλή, η ανθρώπινη, η οικεία, που δεν χρειάζεται αναθερμάνσεις και υπενθυμίσεις. Με στεναχωρεί που δεν έτυχε να τον συναντήσω ποτέ σε κάποιο από αυτά τα πεζοδρόμια. Θα τον αγκάλιαζα και ύστερα θα του έλεγα κάτι αμήχανο και ηλίθιο, «είσαι Θεός», κάτι τέτοιο. Σε δρόμους, πλοία και αεροδρόμια έχω πετύχει κατά καιρούς διάφορους δακτυλοδεικτούμενους - με τη μορφή του Νίκου Καρβέλα σε γυαλί ηλίου-σακάκι-πουκάμισο-μπλε σορτσάκι-λευκή κάλτσα-σαγιονάρα να δεσπόζει από το σωρό στις φρικαλέες αναμνήσεις μου. Οι περισσότεροι δεν άξιζαν δεύτερης ματιάς. Ελάχιστοι ενός χαμόγελου, κανάς δυο ενός προφορικού χαιρετισμού. Και από όσους έχουν διαφύγει, μόλις μια χούφτα άνθρωποι θα μπορούσαν να μου εκμαιεύσουν μια έκταση του χεριού. Τον Θανάση όμως θα τον αγκάλιαζα και θα του έλεγα κάτι αμήχανο και ηλίθιο. Θα χαμογελούσε; Θα έλεγε κάτι αμήχανο και ηλίθιο; Πώς να ξέρω πια. Αυτή η αγκαλιά έμεινε μετέωρη.
Και αυτό είναι κάτι που πονάει, από εδώ ως εδώ, από εδώ ως εδώ, από εδώ ως εδώ. Αυτό όμως που πονάει και στα ενδιάμεσα, είναι ότι με την απουσία του έρχεται και η συνειδητοποίηση των παρουσιών που απομένουν. Γυναίκα, μπικίνι, τραγικό το δίχως άλλο. Αυτό το «μείναμε πιο φτωχοί» έχει φθαρεί πια τόσο πολύ από την άσκοπη χρήση, που θα ‘ταν απρεπές να μπαλωθεί για να φορεθεί ακόμη μία φορά. Αυτή η φορά δεν είναι όμοια με τις άλλες. Ξεπεράσαμε πια τη φτώχεια, αδειάσαμε. Το κενό που νιώσαμε όλοι στο άκουσμα της είδησης, είναι αυτό, αυτό το πολυφορεμένο «μείναμε πιο φτωχοί» που τόσες φορές είπαμε αλλά κατά βάθος δεν νιώσαμε ποτέ. Γιατί για τον καθένα μας ο Θανάσης πρέσβευε κάτι ιδιαίτερο - για κάποιους την ενσάρκωση του ανθρώπου του μόχθου, την ταπεινότητα, την καλοσύνη, δεν ήταν απλά οι τρεχάλες, οι γκάφες και οι ατάκες. Για μένα ήταν απλά κάτι άφταστο. Δεν έφυγε απλά ο κορυφαίος έλληνας ηθοποιός, ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς που έχει δει το παγκόσμιο σινεμά. Ο πιο άξιος σεβασμού. Ο πρωτοπόρος, ο μπροστά από την εποχή του, αυτός που οι Άγγλοι θα βάπτιζαν «εθνικός θησαυρός». Ο καλοκάγαθος, ο ταπεινός γίγαντας. Έφυγε ο «μας». Τελικά υπάρχουν τελευταία ταξίδια και για τους αέναους.
-ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΕΣ ΚΟΤΕΣ… Δυστυχώς ο ελληνικός κωμικός κινηματογράφος δεν τόλμησε παρά ελάχιστες φορές να τιμήσει το είδος του σουρεαλισμού. Πιθανότατα ο φόβος εμπορικής αποτυχίας μιας σεναριακής τεχνοτροπίας ξενόφερτης, ίσως η εμμονή των ελληνικών σκηνοθετών για ταινίες «ποιότητας» και ενίοτε «ψευτοκουλτούρας» ακόμα και στις πιο απελευθερωμένες σύγχρονες συνθήκες, να βύθισαν τις όποιες ιδέες του είδους στην αφάνεια. Τελευταία προσπάθεια που έγινε προς μια τέτοια κατεύθυνση ήταν η «Σαπουνόπετρα» του Νίκου Ζερβού, μια ανέμπνευστη και άχρωμη συρραφή κωμικών γκαγκ που ταπεινώθηκε στα ταμεία και αμφισβητήθηκε -όχι άδικα- από τους θεατές. Μοναδική έκλαμψη της ισχνής εκπροσώπησης του ελληνικού κινηματογράφου στο είδος, αποτελεί αυτή η ταινία, με τον πάντοτε τολμηρό και καινοτόμο Θανάση του λαού. Ο πιο ταλαντούχος –σύμφωνα με την ταπεινή άποψη του υπογράφοντα- έλληνας ηθοποιός, 36 ολόκληρα χρόνια πριν, τόλμησε να παρωδήσει με έναν «ξένο» προς την ελληνική κουλτούρα τρόπο, έναν από τους διασημότερους super heroes της εποχής: Τον James Bond. Έχοντας να αντιμετωπίσει τρεις αποστολές για την ολοκλήρωση των μαθημάτων του σε μια σχολή μυστικών πρακτόρων, ο Βέγγος τουμπάρει έναν ολόκληρο κόσμο εννοιών, προσφέροντας μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές στην ελληνική κωμωδία, με την διαφορετικότητα τους να τις κάνει ακόμη πιο εξέχουσες στη μνήμη μας.
-ΜΙΑ ΤΟΥΡΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ… Ατάκες εκσφενδονίζονται με ασύλληπτους ρυθμούς στα ανυποψίαστα αυτιά των θεατών της εποχής, ανατρέποντας κάθε έννοια λογικής. Ο Θου Βου πυροβολεί στο… γάμο του Καραγκιόζη, ψαρεύει λαγούς στο… Λαγονήσι, και επιδίδεται στον πιο απολαυστικό τουρτοπόλεμο που έχουμε παρακολουθήσει ποτέ στην οθόνη. Όσες φορές και αν παρακολουθούμε τις γκάφες του φανερού πράκτορα 000, άλλες τόσες ανακαλύπτουμε νέες κρυμμένες στο παρασκήνιο διαδραματιζόμενες παλαβομάρες και γλωσσοπλαστικού χιούμορ ατάκες. Εύσημα φυσικά αρμόζουν, εκτός του υπερκινητικού πρωταγωνιστή και καινοτόμου (ίσον τολμηρού) παραγωγού Θανάση Βέγγου, και στους πρωτεργάτες αυτής της ιλιγγιώδους «τρελοπαντιέρας», σεναριογράφους Νίκο Τσιφόρο και Ναπολέων Ελευθερίου, που αποδεικνύουν μέσω αυτών των 89 λεπτών ότι με οδηγό αυτή την έκλαμψη ασπρόμαυρης παράνοιας, ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν μίλια μπροστά των αντίστοιχων αμερικάνικων box office επιτυχιών των «Τρελών Σφαιρών» και «Στραβών Πιλότων σε F-16». Και για να αποδείξει ότι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, έκανε και sequel. Εμπρός, όλοι μαζί τον ύμνο: «Των πρακτόρων η σχολή, είναι χρήσιμη πολύ…»
-ΜΕΓΑΛΑ ΛΟΓΙΑ: Υποψήφιος Πράκτωρ Θου Βου (Θανάσης Βέγγος): «Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός πράκτορας στην ακτή Τζελέπη. Ο θείος μου έχει πρακτορείο αυτοκινήτων και ο αδερφός μου έχει πρακτορείο λαχείων. Πουλάει και προπό μαζί. Δηλαδή είμαστε πράκτορες από κούνια…»
-2½ ΓΑΜΟΙ:
1) Ο Frank Drebbin του ελληνικού σινεμά. Σαράντα ολόκληρα χρόνια πριν. Κλέφτεεεεες.
2) Τέτοιον τουρτοπόλεμο δεν θα βρείτε πουθενά αλλού στον παγκόσμιο κινηματογράφο. «Όχι δεν είναι πόζα αυτή. Πιο ψηλά το κεφάλι. Πιο καμάρι…»
+½) «Εδώ τον είχα, στο χέρι μου…» «Κι ύστερα;» «Ύστερα είχα το χέρι του εδώ στο μάτι μου…» Θάνατος…
-ΚΑΙ 1½ ΚΗΔΕΙΑ:
1) Johnny English είπατε; Τι να μας πει και ο Rowan Atkinson για τη ζωή του…
+½) Είναι τραγικό ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος να δίνει την εντύπωση ότι στερέψαμε από χιούμορ ως λαός. Θλίψη…
Ο Θανάσης Βέγγος αλλάζει δουλειές σαν τα πουκάμισα, σε ένα απαράμιλλο one man show που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η διασκεδαστικότερη και πιο αστεία ταινία του μεγάλου κωμικού. Σενάριο προσχηματικό, ωστόσο οι ατάκες και οι γκάφες διαδέχονται η μία την άλλη με τόσο φρενήρεις ρυθμούς που δεν επιτρέπουν στο θεατή να πάρει ανάσα από τα γέλια. Χωρίς τη σουρεαλιστική φλέβα ενός Θου Βου, μα με αστείρευτα αποθέματα φαντασίας και αυτοσχεδιασμών, η ταινία προσέφερε μερικές από τις πιο ξεκαρδιστικές στιγμές ανθολογίας στον ελληνικό κινηματογράφο, αν και δεν ανταμείφθηκε με την υστεροφημία άλλων πρωταγωνιστικών εμφανίσεων του Θανάση Βέγγου.
- ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΕΣ... αλλά θα αρέσει μόνο στους λάτρεις του ιδιότυπου χιούμορ και των υπερκινητικών ερμηνειών του κωμικού.
- ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ... αλλά δεν έχω γελάσει περισσότερο με καμία άλλη ελληνική ταινία.
από ταινίες του Θανάση. Απόψε, σήμερα και χθες και για πάντα...]
8 σχολια:
Συνυπογράφω..
Παρόλο που δεν είμαι οπαδός του ελληνικού κινηματογράφου και ίσως να μην έχω δει καμιά ταινία του (ακόμα), ο Θανάσης ξεχώριζε, χωρίς να χρειαστεί να κάνει κάτι. Το έβλεπες στη φάτσα του, το άκουγες στη φωνή του: ήταν αυθεντικός, αυθεντικά ειλικρινής και ειλικρινώς μετριόφρων.
Καμιά φορά τα λόγια δεν βγαίνουν… Έφυγε ο «μας». Αυτό τα λέει όλα.
Den exo diabasei tipota, den exo mpei stin diadikasia na skefto... arnoumai na to dexto apla. toso apla, pou kai to post sou to diabasa mexri gia ti gata.... tipota parakato...
Lonely
Χωρίς να θέλω να ακουστώ υπερβολικός, από την ημέρα που το έμαθα περίμενα αυτό σου το άρθρο. Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος ότι θα το γράψεις. Χαίρομαι που το έκανες αν και τα δάκρυα στα μάτια μου υποδηλώνουν το αντίθετο. Να' σαι καλά. Θα μας λείψει ο "μας". Μας λείπει ήδη...
τα χτυπήματα εδώ κ ένα χρόνο ήταν απανωτά.. αλλά αυτό του Βέγγου ήταν γερό χαστούκι στη μάπα.
Βέβαια, από το να τον κρατούσαν κανα δυό χρόνια "καλωδιομένο" απλά για να λέμε ότι ζει.. καλύτερα έτσι.
Έχει αφήσει κληρονομιά, όχι αστεία. Θα ζει για πάντα..
Έλεγα απλά ότι ο Θου Βου ήταν αναμφισβήτητα εξαιρετικός ηθοποιός κι όχι εξαιρετικός κωμικός. Παράδειγμα σε έναν κόσμο που νομίζει ότι το ήθος είναι ένα ακόμη λήμμα στο λεξικό.
(Και έκοψες το προηγούμενο)
Η μεγαλύτερη απώλεια για τον Ελληνικό κινηματογράφο.
"Πώς να ξέρω πια. Αυτή η αγκαλιά έμεινε μετέωρη."
Κάπου εδώ ήταν που χρειάστηκα ένα διάλειμμα μέχρι να μπορέσω να συνεχίσω...
Εξαιρετικό κείμενο.!
Θα ΜΑΣ λείψει.
ΜΙΛΑΡΕΣΥ
Δεν έχεις λογαριασμό; Επίλεξε "όνομα/διεύθυνση URL"
και άσε το δεύτερο πεδίο κενό. Μπορείς και ως ανώνυμος.